orphanhood$55671$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

orphanhood$55671$ - translation to ελληνικό

CHILD WHOSE PARENTS ARE DEAD OR HAVE ABANDONED THEM PERMANENTLY
Orphans; Orphaned; War orphan; Double orphan; Half-orphan; Maternal orphan; Paternal orphan; Orfano; Orphant; War orphans; Orphaned child; Orphanhood
  • Mother of Peace AIDS orphanage, Zimbabwe (2005)
  • "Orphans" by Bangladeshi Muslims children
  • Maria Leopoldina]], had died a couple of years before, in 1826.
  • Siegfried]]''
  • Thomas Kennington]], [[oil on canvas]], 1885
  • Orphan on mother's grave by [[Uroš Predić]] in 1888.

orphanhood      
n. ορφάνια

Ορισμός

orphan
¦ noun
1. a child whose parents are dead.
2. Printing the first line of a paragraph set as the last line of a page or column, considered undesirable.
¦ verb make (a child) an orphan.
Derivatives
orphanhood noun
Origin
ME: via late L. from Gk orphanos 'bereaved'.

Βικιπαίδεια

Orphan

An orphan (from the Greek: ορφανός, romanized: orphanós) is a child whose parents have died.

In common usage, only a child who has lost both parents due to death is called an orphan. When referring to animals, only the mother's condition is usually relevant (i.e. if the female parent has gone, the offspring is an orphan, regardless of the father's condition).